- ἀγανόφρων
- ἀγανόφρωνgentle of moodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγανόφρων — ἀγανόφρων ( ονος), ο (Α) ευγενικός, ήπιος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγανὸς + φρήν] … Dictionary of Greek
ἀγανόφρον — ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem voc sg ἀγανόφρων gentle of mood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανόφρονα — ἀγανόφρων gentle of mood neut nom/voc/acc pl ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανόφρονας — ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανόφρονες — ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανόφρονος — ἀγανόφρων gentle of mood gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανοφροσύνη — ἀγανοφροσύνη, η (Α) [ἀγανόφρων] καλή συμπεριφορά, ηπιότητα, γλυκύτητα, ευγένεια … Dictionary of Greek
αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… … Dictionary of Greek
αινόφρων — αἰνόφρων ( ονος), ον (Α) προσηνής, ευπροσήγορος, αγανόφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + φρων < φρὴν] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek